έτερος

έτερος
-έρα, -ο (ΑΜ ἕτερος, -έρα, -ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος)
1. (αντ. επιμερ.) άλλος
2. διαφορετικός, αλλιώτικος
3. (με άρθρο) ο έτερος
ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων»)
4. φρ. α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου
β) «έτερον εκάτερον» — άλλο το ένα και άλλο το άλλο
μσν.
1. υπόλοιπος
2. ξένος, εχθρός
αρχ.
1. (για τα χέρια ή τα άλλα μέλη τού σώματος) ο ένας από τους δύο
2. δεύτερος («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», Ομ. Οδ.)
3. (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η έννοια τού εὖ, τού ἀγαθὸς κ.λπ.) αυτός που έρχεται σε αντίθεση με τις προηγούμενες έννοιες
4. το ένα ή το άλλο μέρος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θάτερα
κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο («τοτὲ μὲν ἐπὶ θάτερα, τοτὲ δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», Πλάτ.)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτέρα (ενν. ημέρα)
η επομένη, η δεύτερη
7. φρ. α) «καθ' ἕτερα» — ως προς άλλα διαφορετικά ζητήματα (Θουκ.)
β) «δυοῑν θάτερον» — το ένα από τα δύο
8. παροιμ. «τῆ ἑτέρα λαβεῑν» — να πετύχει εύκολα (Πλάτ.)
9. (όταν προηγείται η έννοια τού καλού, τού αγαθού) το αντίθετο προς το προηγούμενο, δηλ. το κακό (α. «παθεῑν μὲν εὖ, παθεῑν δὲ θάτερα», Σοφ.
β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», Δημοσθ.).
επίρρ...
ετέρως (ΑΜ ἑτέρως)
με άλλο τρόπο
αρχ.
1. κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. (με κακή σημασία) κατ' άλλο τρόπο, κακώς
3. (με καλή σημασία, με γεν.) διαφορετικά προς κάτι («ἑτέρως πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, Πλάτ.)
3. φρ. α) «ἑτέρως ἔχω τοῦ σκέλους» — είμαι ετεροσκελής
β) «ἑτέρως ἔχω» — είμαι διαφορετικός, αλλιώτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από τον τύπο άτερος που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sm-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής *sem- (> εἷς), και σχηματίζεται με την κατάληξη -τερος (πρβλ. αρχ. ελλ. αρισ-τερός, αρχ. ινδ. eka-tara «εκάτερος»). Το αρχικό e- προκύπτει μάλλον κατ' αναλογία προς το εἷς (= ēs) παρά με αφομοίωση. Συνδέεται με το ουαλ. hanther «ήμισυ», το κορνουαλ. hanter «ήμισυ», το γοτθ. sundro «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. suntar «χωριστός». Ο τ. ετερο- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πολύ παραγωγικός. Από όλες τις περιόδους τής ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται πολλά τέτοια σύνθετα, ορισμένα από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Πολυάριθμα είναι τα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη λόγια Νεοελληνική και έδωσαν πλήθος επιστημονικών, κυρίως, όρων στη γλώσσα. Συχνά παρατηρείται επίσης το φαινόμενο από παλιότερα σύνθετα που δεν είναι πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. ετεροβαρώ > μσν.-νεοελλ. ετεροβαρής, μσν. ετεροπροσωπώ > μσν.-νεοελλ. ετεροπρόσωπος και νεοελλ. ετεροπροσωπία.
ΠΑΡ. ετερότης, ετέρωθεν, ετέρως
αρχ.
ετέρῃ, ετεροίος, ετερώ, ετέρωθι, ετερώνιος, ετέρωτα
αρχ.-μσν.
ετέρωσε. (Για τα σύνθετα με Α΄ συνθετικό βλ. λ. ετερο-)
(Β' συνθετικό) μηδέτερος, ουδέτερος
αρχ.
αυτουδέτερος, μεθέτερος, μηθέτερος, ουθέτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἕτερος — D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg ὄτερος , ὄτερος yatarás masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρω — ἕτερος D Mort. masc/neut nom/voc/acc dual ἕτερος D Mort. masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρων — ἕτερος D Mort. fem gen pl ἕτερος D Mort. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρως — ἕτερος D Mort. adverbial ἕτερος D Mort. masc acc pl (doric) ἑτέρως D Mort. indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕτερον — ἕτερος D Mort. masc acc sg ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερέων — ἕτερος D Mort. masc/fem gen pl (epic ionic) ἑτερέω to suffer in half the brain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέραις — ἕτερος D Mort. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέραισι — ἕτερος D Mort. fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”